- εὐγαμέω
- εὐγᾰμ-έω,A marry happily, Heph.Astr.1.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐγαμήσουσι — εὐγαμέω marry happily aor subj act 3rd pl (epic) εὐγαμέω marry happily fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) εὐγαμέω marry happily fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγαμεῖ — εὐγαμέω marry happily pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) εὐγαμέω marry happily pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγαμεῖν — εὐγαμέω marry happily pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμώ — ( άω και έω) (AM γαμῶ, έω) ωθώ το πέος μέσα στο γυναικείο αιδοίο, τον πρωκτό ή άλλη κοιλότητα του σώματος νεοελλ. φρ. 1. γαμώ ή «θα σού γαμήσω τον, την...» βρισιά, βλαστήμια ή απειλή, που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου και θίγει τον ίδιο, μέλος τού … Dictionary of Greek